- ἄχλοα
- ἄχλοοςwithout herbageneut nom/voc/acc plἄχλοοςwithout herbageneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άχλοος — η, ο αυτός που δεν έχει χλόη: Έβγαινε ο Φλεβάρης και τα χωράφια ήταν άχλοα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)